αστεϊσμός

αστεϊσμός
ο шутка, острое словцо

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αστεϊσμός" в других словарях:

  • ἀστεισμός — wit masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστεϊσμός — ο (AM ἀστεϊσμός) [αστεΐζομαι] νεοελλ. 1. το να αστειεύεται κανείς 2. πληθ. τα αστεία, τα χωρατά αρχ. είδος ποιητικής ή ρητορικής ειρωνείας …   Dictionary of Greek

  • αστεϊσμός — ο η αστειότητα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλαμπούρι — Αστεϊσμός, λογοπαίγνιο. Προέρχεται από τη γαλλική λέξη calenbour. * * * το 1. λογοπαίγνιο, χαριτολόγημα, ευφυολόγημα 2. αστείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. calembour] …   Dictionary of Greek

  • ἀστεισμοῖς — ἀστεισμός wit masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεισμοί — ἀστεισμός wit masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεισμοῦ — ἀστεισμός wit masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεισμούς — ἀστεισμός wit masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεισμῶ — ἀστεισμός wit masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεισμῶν — ἀστεισμός wit masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεισμῷ — ἀστεισμός wit masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»